Fluid pressure in the eye is monitored by detecting vacuum-induced
deflections of a diaphragm on a reservoir that forms an integral part of
the tube set through which fluid is supplied to and withdrawn from the
eye. The rate at which fluid is withdrawn (i.e., aspirated) from the eye
is controlled based on the detected deflections of the diaphragm. As a
result, the detection component (e.g., a pressure sensor) is isolated from
the fluids in the tube set by the diaphragm. This minimizes both the risk
of contaminating the sensor with fluid aspirated from the patient, and the
danger of so-called "cross-contamination" in which subsequent patients are
exposed to the aspirated fluid of a prior patient.
Η ρευστή πίεση στο μάτι ελέγχεται με την ανίχνευση των κενός-προκληθεισών εκτροπών ενός διαφράγματος σε μια δεξαμενή που αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα του σωλήνα καθορισμένου μέσω ποιου ρευστού παρέχεται και αποσύρεται από το μάτι. Το ποσοστό στο οποίο το ρευστό αποσύρεται (δηλ., απορροφημένος) από το μάτι ελέγχεται βασισμένος στις ανιχνευμένες εκτροπές του διαφράγματος. Κατά συνέπεια, το τμήμα ανίχνευσης (π.χ., ένας αισθητήρας πίεσης) είναι απομονωμένο από τα ρευστά στο σωλήνα που τίθεται από το διάφραγμα. Αυτό ελαχιστοποιεί και τον κίνδυνο τον αισθητήρα με το ρευστό που απορροφάται από τον ασθενή, και τον κίνδυνο της αποκαλούμενης "παράλληλης μόλυνσησ" στην οποία οι επόμενοι ασθενείς εκτίθενται στο απορροφημένο ρευστό ενός προγενέστερου ασθενή.