A region of skin, other than the fingertips, is stimulated. After
stimulation, an opening is created in the skin (e.g., by lancing the skin)
to cause a flow of body fluid from the region. At least a portion of this
body fluid is transported to a testing device where the concentration of
analyte (e.g., glucose) in the body fluid is then determined. It is found
that the stimulation of the skin provides results that are generally
closer to the results of measurements from the fingertips, the traditional
site for obtaining body fluid for analyte testing.
Μια περιοχή του δέρματος, εκτός από τα άκρα δακτύλου, υποκινείται. Μετά από την υποκίνηση, ένα άνοιγμα δημιουργείται στο δέρμα (π.χ., με να ανοίξει το δέρμα με μαχαίρι) για να προκαλέσει μια ροή του ρευστού σωμάτων από την περιοχή. Τουλάχιστον μια μερίδα αυτού του ρευστού σωμάτων μεταφέρεται σε μια συσκευή δοκιμής όπου η συγκέντρωση του καταλοίπου (π.χ., γλυκόζη) στο ρευστό σωμάτων καθορίζεται έπειτα. Διαπιστώνεται ότι η υποκίνηση του δέρματος παρέχει τα αποτελέσματα που είναι γενικά πιό στενά στα αποτελέσματα των μετρήσεων από τα άκρα δακτύλου, η παραδοσιακή περιοχή για τη λήψη του ρευστού σωμάτων για τη δοκιμή καταλοίπου.